ακομιστια

ακομιστια
    ἀκομιστία
    ион. ἀκομιστίη ἥ отсутствие ухода, беспризорность
    

(ἄλη τ΄ ἀ. τε Hom.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ακομιστια" в других словарях:

  • ακομιστία — ἀκομιστία, η (Α) [ἀκόμιστος] έλλειψη φροντίδας ή περιποίησης …   Dictionary of Greek

  • ἀκομιστία — ἀκομιστί̱ᾱ , ἀκομιστία lack of tending fem nom/voc/acc dual ἀκομιστί̱ᾱ , ἀκομιστία lack of tending fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκομιστίας — ἀκομιστί̱ᾱς , ἀκομιστία lack of tending fem acc pl ἀκομιστί̱ᾱς , ἀκομιστία lack of tending fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακόμιστος — η, ο (Α ἀκόμιστος, ον) αυτός που δεν μεταφέρθηκε ή δεν μπορεί να μεταφερθεί αρχ. απεριποίητος, αφρόντιστος, παραμελημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + κομιστὸς < κομίζω. ΠΑΡ. αρχ. ἀκομιστία] …   Dictionary of Greek

  • ἀκομιστίη — ἀκομιστί̱η , ἀκομιστία lack of tending fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»